- ἔπνιξα
- ἔπνῑξα , πνίγωchokeaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πνίγω — έπνιξα, πνίχτηκα, πνιγμένος 1. προκαλώ πνιγμό, θανατώνω με στραγγαλισμό ή με βύθιση στο νερό ή με παροχή δηλητηριασμένου αέρα ή με φράξιμο του αναπνευστικού σωλήνα: Έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε. – Του έσφιξε το λαιμό και τον έπνιξε. 2. προκαλώ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πνίγω — πνίγω, έπνιξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής